- βάπτισμα
- baptême
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
βάπτισμα — baptism neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτισμάτων — βάπτισμα baptism neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτίσμασι — βάπτισμα baptism neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτίσμασιν — βάπτισμα baptism neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτίσματα — βάπτισμα baptism neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτίσματι — βάπτισμα baptism neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτίσματος — βάπτισμα baptism neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Baptism — This article is about the Christian religious ceremony. For other uses, see Baptism (disambiguation). Baptism of Neophytes by Masaccio, 15th century, Brancacci Chapel, Florence.[ … Wikipedia
μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… … Dictionary of Greek
βάφτισμα — το (AM βάπτισμα, Μ και βάπτισμαν) το μυστήριο του βαπτίσματος, η θεοσύστατη πράξη κατά την οποία ο βαπτιζόμενος βυθίζεται τρεις φορές στο αγιασμένο νερό, στο όνομα της Αγίας Τριάδος και εισέρχεται στους κόλπους της Εκκλησίας νεοελλ. 1. η χάρη που … Dictionary of Greek
ολοβάπτισμα — το το βάπτισμα που γίνεται με πλήρη κατάδυση στο νερό, όπως είναι το βάπτισμα τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε αντιδιαστολή προς αυτό που γίνεται με ράντισμα, όπως είναι το βάπτισμα τών Δυτικών … Dictionary of Greek